27-09-2016
ένα παιδί

Πώς ξεχνάς ένα παιδί;

Εκείνα τα μάτια που δεν βλέπουν, μα σου μιλούν.

Πώς λες ότι αγαπάς και θες αγκαλιές να σε σημαδέψουν

όταν τελικά δεν είσαι η αγάπη;

Μα τέλος, πώς γίνεται να διψάς για λίγο και πνίγεσαι στη λάσπη σου.

Πώς ένα παιδί μεγαλώνει τόσο, χωρίς τον χρόνο πάνω του;

Ψηλαφίζει τα κόκαλά του για να κοιμηθεί και σφίγγει απ’ τον φόβο μήπως τελειώσει.

Κλείνει τα μάτια του στεγνά και ξεκολλά τα βλέφαρα κάθε πρωί·

σε ακόμα μια μέρα που έτυχε να τον ζήσει.

 

Πώς να μη γλιστρήσει η τροφή απ’ τα στρεβλωμένα χέρια,

τ’ αδύναμα δάχτυλα και πόδια που απλώς στέκουν· δίχως βήματα.

Πώς γίνεται ν' αγαπήσεις μόνο μια κίνηση,

ένα γέρσιμο του σβέρκου,

ένα πλησίασμα,

όσες σταγόνες και τη λαχτάρα.

Πώς ξεχνάς το βλέμμα του, καρφωμένο –σαν ζωή– πάνω στο στόμιο,

να διψά ζωή.

 

Πώς μπορείς να πίνεις ζωή και να ξεχνάς να δίνεις. 

 

Πώς γίνεται ένα παιδί να νικά τους μεγάλους;

Μιλά μόνο μ’ ανάσες –όσες ακόμα– και δεν ζητά πια,

αλλά μυρίζει την αγάπη σε μια σταγόνα.

 

Πώς ξεχνάς ότι ήσουν παιδί κι εσύ;

Αυτό πώς το ξεχνάς;

Πώς θες να λέγεσαι άνθρωπος όταν πίνεις χωρίς να διψάς,

όταν δίνεις μόνο περίσσευμα,

όταν δεν στέκεσαι στα δύο,

κοιμάσαι μ’ άδεια ποτήρια,

ξυπνάς στεγνός·

όταν ξεχνάς εκείνα τα μάτια,

τα άρρωστα χέρια που δεν μεγάλωσαν ποτέ,

τη σκόνη πάνω στο χρώμα του δέρματος

κι ένα παιδί που να σ' αναζητά σαν άνθρωπο κοντά του.