01-01-2020
Ένα δώρο ακόμα

Ο μικρός ξύπνησε και το βρήκε δίπλα στο μαξιλάρι του. Ήξερε ότι θα είναι εκεί. Το κράτησε αγκαλιά κι έκλεισε τα μάτια. Κάτι του ψιθύρισε· ήταν λες και του απάντησε.

    Λίγα λεπτά μετά και οι μυρωδιές απ’ το κυριακάτικο πρωινό έφτασαν μέχρι τον πρώτο όροφο. Σηκώθηκε κι έσυρε τα πόδια του στη μοκέτα, με τις πιτζάμες να τρίβονται στις φτέρνες. Είχε πλέον συνηθίσει τα δώρα της γιαγιάς – πάντα ρούχα και πάντα δύο νούμερα μεγαλύτερα.

    Έβαλε τα στρογγυλά του γυαλιά και τράβηξε τις κουρτίνες. Λίγο φως εκεί έξω, ακόμα πιο λίγο μπήκε μέσα. Αέρας παντού, το ψιλόβροχο να λερώνει τα τζάμια και ό,τι είχε μείνει απ’ τις χιονούρες των γιορτών να ασπρίζει τον πεζόδρομο κάτω απ’ το σπίτι τους.

    Χάζεψε τα νέα του δώρα. Ένα ξύλινο τρενάκι, μια καινούργια μπάλα –κόκκινη με αστέρια και λευκές ραφές–, δύο βιβλία με πολλά χρώματα και έναν κουμπαρά που, αν τον κουνούσες, θα άκουγες όσα κέρματα είχαν κρυφτεί και περίμεναν. Όταν φουσκώσει κι άλλο, όταν δεν θα χωρά ούτε ένα ακόμα, τότε θα τον δώσω στον μπαμπά και θα έχω λεφτά για το πορτοκαλί αεροπλάνο, σκέφτηκε κι έπιασε το κεφάλι του από χαρά.

    Ξάπλωσε και πάλι. Ήταν ακόμα εκεί, δίπλα απ’ το μαξιλάρι. Πλησίασε, γονάτισε και το χάιδεψε. Ακόμα ένα δώρο, λοιπόν. Αυτό το τελευταίο που έρχεται μόλις φύγουν οι γιορτές – όπως συνήθιζε να του λέει η μητέρα του. Αυτό το περίμενε πιο πολύ απ’ όλα. Δεν είχε ούτε δέντρο, ούτε περιτύλιγμα, ούτε γράμμα να το ζητήσει. Ερχόταν πάντα μόνο του, λίγες μέρες αφότου ο φούρνος σταματούσε να ψήνει γλυκά με σχήμα έλατο, το μεγάλο άστρο ήταν πίσω στο κουτί του –μαζί με τα στολίδια και τα λαμπάκια– και το τζάκι είχε μόνο στάχτες για τις προηγούμενες βραδιές.

    Ο θόρυβος απ’ τον αέρα τον τρόμαξε. Με τόσο κρύο η μαμά δεν θα με αφήσει να βγω έξω, σκέφτηκε και κατσούφιασε. Μέρες τώρα ο καιρός δεν ήταν για παιδιά, ούτε για την καινούργια μπάλα. Σηκώθηκε, πλησίασε και πάλι το παράθυρο κι έμεινε εκεί να ελπίζει.

    Μόλις το είδε, κόλλησε το μέτωπό του στο τζάμι. Δίπλα απ’ τον φράχτη του κήπου τους –ακριβώς μπροστά του– ξεμύτιζε το δέντρο τους. Δίχως φωτάκια και κάρτες, δίχως γλυκά να κρέμονται, δίχως τις απλωσιές του γεμάτες χρώμα και γιρλάντες χειροποίητες από το σχολείο.

    Έγερνε και έμοιαζε άδειο, έτοιμο να ξεραθεί, δίχως τη ζεστασιά των προηγούμενων ημερών ή τη λάμψη που έδινε στο σαλόνι τους κάθε που ο ίδιος σερνόταν από κάτω του κι έφτιαχνε κόσμους ολόκληρους με ξωτικά, νεράιδες και χαρούμενες πολιτείες. Ώρες ατελείωτες βρισκόταν εκεί, μέχρι που τον έπαιρνε ο ύπνος και γινόταν σαν ένα με τα υπόλοιπα δώρα.

    Σκούπισε τα χνώτα με την παλάμη του και το παρατήρησε πάλι.

 

Βρήκε τους γονείς του να ετοιμάζουν πρωινό και να σιγοτραγουδάνε κάτω στο σαλόνι. Η μητέρα ακόμα με την ποδιά της γεμάτη δαχτυλιές από σοκολάτα και ο πατέρας να στρώνει αδέξια την τραπεζαρία μπροστά απ’ το τζάκι.

    — Αγάπη μου, ξύπνησες;

    — Μαμά… εκεί έξω–

    — Καλημέρα, ήρωά μας! Σου ετοιμάζω την αγαπημένη σου φρουτοσαλάτα με μέλι και–

    — Μπαμπά μου… το δέντρο μας, είναι εκεί έξω. Μόνο του.

    Οι γονείς του κοιτάχτηκαν. Κάτι του είπαν, αλλά δεν τους πρόσεξε. Επανέλαβε λέξεις και έτρεξε στο παράθυρο του ισογείου. Τους έδειξε, τους είπε, τους ρώτησε και μόνο όταν παρατήρησε τον άδειο χώρο το συνειδητοποίησε.

    — Αγάπη μου, οι γιορτές έφυγαν πια. Μάζεψαν όλα τα πράγματά τους για το ταξίδι και θα επιστρέψουν σε έναν χρόνο πάλι. Και τότε–

    — Μαμά, σου λέω, το δέντρο μας είναι εκεί έξω!

    Ο πατέρας του τον αγκάλιασε και τον έβαλε στην καρέκλα. Κάτι είπε, αλλά ο μικρός πήδηξε κάτω κι έτρεξε στο δωμάτιο. Στάθηκε μπροστά απ’ το παράθυρο. Ο αέρας είχε κοπάσει και το ψιλόβροχο σταμάτησε. Το κοίταξε με στενοχώρια και… εκείνη η σκιά τον ξάφνιασε. Τον μπέρδεψε. Γούρλωσε τα μάτια και στήριξε τον σκελετό απ’ τα γυαλιά του. Διέκρινε έναν παιδικό σκούφο με θαμπά χρώματα κι ένα σκισμένο μπουφάν. Είδε τη σκιά να περιτριγυρίζει το δέντρο, κάτι να ψάχνει. Μικρά βήματα να υπάρχουν με δυσκολία. Τα σχεδόν ξερά κλαδιά δεν έκρυβαν τίποτα πια. Οι γιορτές έφυγαν, σκέφτηκε. Η σκιά έτριψε τα χέρια της και έσκυψε στη βάση του κορμού. Κάθισε κάτω και κοίταξε προς το μέρος του. Ο μικρός τραβήχτηκε πίσω –σαν κάποιο χέρι να τον έσπρωξε μέσα απ’ το παράθυρο– και παραπάτησε στη μοκέτα. Όταν πάλι πλησίασε στο τζάμι ήταν στα γόνατα. Είδε τη σκιά να σέρνεται κάτω απ’ τις φυλλωσιές και να κουρνιάζει. Οι μικρές πατούσες που προεξείχαν, έτρεμαν.

    — Μαμά! Μαμά! Εκεί έξω είναι, τους φώναξε.

    — Αγάπη μου, έλα για το πρωινό σου. Τα μπισκότα είναι ακόμα ζεστά. 

    — Έλα, μικρέ μου ήρωα, σε περιμένουμε, του απάντησε ο πατέρας.

    Δεν συνέχισε, μόνο βρήκε μια μεγάλη τσάντα και στρίμωξε μέσα όσα δώρα είχε στο ράφι. Φόρεσε τα αθλητικά του, έναν σκούφο με ρίγες και λίγο πριν κατέβει το πήρε κι αυτό και το έβαλε μαζί με τα υπόλοιπα.

    Όταν τον είδαν να σέρνει την τσάντα στα σκαλιά παραξενεύθηκαν, αλλά αρκέστηκαν στις δικές του εξηγήσεις. Τη στιγμή όμως που ο μικρός ξεχύθηκε στον πεζόδρομο, τότε μόνο άφησαν τις μπουκιές και τους καφέδες τους. Μέχρι να τον προλάβουν βρισκόταν δίπλα απ’ τον φράχτη και στεκόταν ακίνητος με την τσάντα πάνω στις λάσπες.

    Δεν βρήκε ποτέ τη σκιά. Ο μικρός έσκυψε και με προσοχή τοποθέτησε ένα ένα τα πράγματα στη βάση του δέντρου. Τελευταίο άφησε κι αυτό. Οι γονείς του περίμεναν στην εξώπορτα.

    — Είναι για τη σκιά, μαμά, είπε και μπήκε στο σπίτι.

    Άρπαξε ένα μπισκότο –αυτό το αγαπημένο του με την κανέλα– και γέμισε σκαλιά και μοκέτα με λάσπες.

    Το πρώτο που παρατήρησε ήταν το μαξιλάρι του και το ράφι. Στάθηκε στο παράθυρο. Ήθελε να ξέρει, να δει. Κάτω απ’ το δέντρο δεν υπήρχε τίποτα.

    Ο μικρός πέταξε τον σκούφο και κόλλησε τη μύτη στο τζάμι.

    Ο αέρας είχε ξεκινήσει για τα καλά, ένα τρένο σφύριζε για αναχώρηση, τα χρώματα απ’ τις σελίδες γεμίζαν τον πεζόδρομο και εκείνη η σκιά κυνηγούσε μια μπάλα που σκορπούσε αστέρια. Στα χέρια της το κρατούσε σαν δικό της.

    Ο μικρός δάγκωσε το μπισκότο και τίναξε τα ψίχουλα.