photo by Εύη Σκουληκάρη

16-01-2017
Ξόρκι

 

Χτυπούν καμπάνες δεν χτυπούν πρωί και μεσημέρι πάω κι έρχομαι. Κλείνω την πόρτα, μια στροφή και μια ευθεία. Μα πρώτα δεξιά στο κτήμα το προικώο το σκιάχτρο το κοράκι. Ίδια την ώρα. Πρωί που έφυγες το μεσημέρι χάθηκες. Τη μια λιβάνι την άλλη ψωμοτύρι.

    — Ψίχα ξερή να τρίψεις. Φτερά λειρί του πετεινού να βράσεις. Να κοχλάσεις. Στον δρόμο χύσε τα νερά. Παιδιά μικρά ξυπόλυτα τα πόδια να τσαλαβουτούν κι οι μάνες να γκρινιάζουν.

    Γυρίζοντας καμιά φορά το βήμα ξεστρατίζει. Στην κληματαριά για δυο λεπτά όρθια μια ρώγα και ξινή κατρακυλά. Λάσπη παραγινωμένη πέφτει. Σε στάση προσευχής. Ορθάνοιχτα τα χέρια σου στην πτώση. Και μετά σταυρωτά. Ακούστηκε χριστιανικά. Είπα εγώ οριστικά. Κρασί ορκίστηκα στα φύλλα σταφύλια να πατήσω και αχ να μην αργήσω. Κουκούτσια καταπίνω ξινίλα γαργάρα στον ουρανίσκο.

    — Να φτύνεις πού και πού τον κόρφο σου από στενά όταν περνάς. Τις κορφές καθώς κοιτάς. Τι ποιες κορφές;

   Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποτέ δεν θα ξυπνήσεις. Στον κήπο φύτεψα λουλούδια στην αυλή. Τη γύρη να μυρίζω. Είπες πως θα γυρίσεις. Δεν πρόλαβες να πεις. 

    — Κίτρινο της σελήνης ολόγιομο τα ακροδάχτυλά σου σε θειάφι να βουτήξεις. Το γέμισμα το άδειασμα αυτό να μιμηθείς. Απ’ τη φωτιά να μην τραβάς τσουκάλι πριν φουσκώσει.

   Παράβαση συνήθειας δεν ήπιες τον καφέ σου. Αξημέρωτα σαν βγήκες τ’ απότιστα να βρέξεις αδύναμος κλαδιά να κουτσουρέψεις. Τα νύχια κύρτωσαν γαμψά και τα οστά. Κοφτερά τη φυγή κατασπαράζουν την απώλεια.

    — Άμμο θαλασσινή στη χόβολη να κάψεις. Τον πρωινό καφέ του εκεί που έψηνες. Εκεί και τον δικό σου και τρεις γουλιές να πίνεις κάθε μέρα. Να φας το κατακάθι να πεις.

   Μόνη τον ζω αβίωτο και παρασιτικά. Πάντως ανεξίκακα ως και τη μέρα εκείνη. Δεν πρόλαβες και να γεράσεις. Άθλιε, κατάρες που σε πήραν σε σήκωσαν κατάχαμα σε ξάπλωσαν. 

    — Το γάλα τους αβύζαχτο πέτρα να γίνει αχνιστό γρήγορα να τους κάψει.

   Εσένα έχουν θάψει. Με απόκοψαν εμένα. Τα στόματα δεν κλείνουν. Πλέκουν κεντούν τα χέρια τους χειροτεχνίες χειρονομίες ψιθύρους ακούω. Βρίζουν βρισιές αμαρτωλές. Μύρο αμύρωτο σου φέρνουν και ξύλο ατιμασμένο. Πρόσφορο κυριακάτικο από μεγάλο αγιασμό.

    — Του πόνου τους οι ώρες να είναι πιο μεγάλες. Παιδιά μωρά να χάσκουν και πριν τα δόντια σκάσουν να μην ξεπεταχτούν. Θανάσιμα τα λόγια τους επάνω τους να πέσουν.

   Δοχείο γεμίζω κάθε μέρα ως το χείλος και παρα-μερα αδειάζεις. Τον ύπνο σου ταΐζω. Διψασμένος πεινασμένος μην ξυπνήσεις. Καντήλι ανάβω με φιτίλι τον δρόμο σου μη χάσεις στο σπίτι μας να ’ρθεις. Θυμίαμα λιβάνι κάρβουνο σπινθηρίζει. Μην ξεχαστείς. Να ’ρθεις και να με πάρεις. 

    — Δέκα σαρανταλείτουργα να δώσεις να σου κάνουν. Να τάξεις δυο λαμπάδες στο χρώμα του νεκρού. Από το μέτωπο ως την κοιλιά και από ’κει στους ώμους. Πάλι. Πάλι. Κι ένα χρυσό φλουρί του γάμου.

   Μαντήλι μαύρο φόρεσα καλύπτρα για τα μάτια. Άλλο να μη σε βλέπω. Έσβησε κι η φωνή λοιπόν. Σε όλες τις φωτογραφίες στους τοίχους όλους κρέμασα το βλέμμα σου μόνο λοξά. Εικόνισμα σε σταύρωσα επιτάφιο. Η πόζα σταθερή πια δεν κινείσαι. Και δεν λυπάσαι. Απλώς κοιμάσαι. Καρφώνεσαι. Πρόκες σφυριά ρινίσματα ρόζιασαν οι παλάμες. Πρώτα σε ξύλινο κουτί κι ύστερα σε μαρμάρινο. Το όνομα γραμμένο κάπου γυαλίζει στο συρτάρι. Χλόμιασε το φεγγάρι ανέβηκα στη στέγη.

    — Μην πας σε σκάλες που κατεβαίνουν. Στον εαυτό σου να μιλάς άλλοι να μη σ’ ακούνε. Μόνο σε μένα να ’ρχεσαι. 

   Εσύ σιωπή και σσσ… φιδιού ή σαύρας θερινής. Δυστυχώςςς… Η αύρα σου πώς έρπεται μέσ’ απ’ τη χαραμάδα. Τυλίγεται ξερόχορτα σέρνεται και συρίζει. Με παίρνει στο κατόπι. Δεν τρέχω πάλι θά ’ρθω. Αμίλητος σαν το νερό. Το ήπια και στον ύπνο μου πρόσωπο ένα είδα. Για θυμήσου.

    — Την ώρα της ανατολής που αρχίζει να χαράζει την προσευχή που σού ’μαθα να λες όσο αντέχεις. Να τη φωνάζεις. Αμήν μην ξεστομίσεις τα ούλα κι αν σου γαργαλά.

   Βούρκος τα βράδια σκοτεινός βάρβαρος εφιάλτης μανδύα τσόχινο φορά γεμάτο με αγκάθια. Φλόγες τα μάτια του πετούν με ζώνουν με στοιχειώνουν. Καρτέρι στο προσκέφαλο μεσάνυχτα μου στήνει μουσκεύει τα σκεπάσματα λάβα χαλάζι χιόνι. Τινάζω το σεντόνι σάβανο να τον ντύσω.

    — Το φίλτρο το βοτάνι στο γουδοχέρι να χτυπάς τα μάτια σου ν’ αλείφεις. Ανάστροφα μετά τα χέρια σου να γλείφεις. Και τα μαλλιά σου να τραβάς τα μάγουλα να σκίζεις.

   Ξεβοτάνισα τα βλέφαρα μια κι έξω. Ν’ ανοίξω πέρασμα στους ασπαλάθους. Απέξω στέκονται τριγύρω μαργαρίτες. Χώμα κοσκινισμένο την πλάκα να σκεπάζει. Τα στέφανα πλεγμένα σβηστή χρονολογία. 

    — Το δέρμα σου ανήλιαγο κρύψ’ το και φύλαξέ το. Νύχι ή δόντι εναλλάξ Σάββατο στον εσπερινό με βία να τραβάς. Φτου μην ξαναβγεί ποτέ του. Το πένθος να χρονίσει απόστημα να κλείσει. 

   Άσπρες κορδέλες να μη δέσω άσπρες γραμμές να μη διασχίσω. Μαύρα, μαύρες, μαύροι πάνω στην άσφαλτο την ασημί. Πιο σκούρα. Ρούχα, έννοιες, χρόνοι. Πολλοί και πιο πολύ.

    — Κύκλοι μαύροι στρογγυλοί να σε κυκλώνουν, απόφυγε τις λεύκες, τα λευκά πουλιά τις λέξεις από λ.

   Πάλι τον δρόμο παίρνω τον έμαθα τον άμαθο. Να κόψω λίγο μάραθο στο στήθος να τον βάλω. Άλλο να μη μαραίνομαι. Το σώμα μου κυκλώνω. Τα ύστερα του κόσμου μου στερνά. 

   Κακό δεν έρχεται δίχως να το μελετάς μήτε καλό. Μια μάγισσα μου ορμήνεψε.

   Λύση καλογερική ευλογημένη νά ’ναι μου σύστησε όλο το χωριό.