18-11-2021
στα καυτά τσιμέντα

Κάνεις μια βόλτα στην πόλη και ο χρόνος κυλά σε κάθε σου βήμα. Προσπερνάς μάσκες καθώς ξεχύνονται από το μετρό σαν κατσαρίδες, φανάρια που αλλάζουν χρώμα λες και ποτέ δεν συνέβη τίποτα, σκοντάφτεις σε ανθρώπους που κάνουν τα πάντα για να σε αποφύγουν.

   Δεν τη φοράς, αλλά συνεχίζεις.

   Σε μια διασταύρωση γουρλώνουν τα μάτια τους πάνω σου. Τους χαμογελάς κι ας μην τους καταλαβαίνεις. Μέχρι που αδειάζει ο δρόμος και τρέχουν να προλάβουν. Σαν τότε που κανείς τους δεν άντεχε τη ζέστη και άνοιγαν κουμπιά απ’ τα πουκάμισα, τραβούσαν τους γιακάδες να μπει αέρας.

   Όταν κάποιος σε σκουντά, ακούς κάτι να σου λέει, αλλά δεν βγάζεις νόημα. Τρέχει κι αυτός, μαζί με όλους, να προλάβει.

   Δεν σταματά η ζωή, σκέφτεσαι και σκουπίζεις το μέτωπο. Ευκαιρία να μαυρίσω κιόλας, χαμογελάς.

   Μια μεγαλοκοπέλα περιμένει στη στάση και τη φορά διπλή. Ο ιδρώτας έχει ποτίσει μέχρι και τα λάστιχα που πιάνουν στα αφτιά της· λερωμένα κι αυτά όπως κάνει το καυσαέριο στα δάχτυλα. Δίπλα ένας ηλικιωμένος, με τις ίδιες συνήθειες στη βόλτα του, ψάχνει τις τσέπες, ενώ μόλις ξεπετάγεται ένας με τη μύτη του μόνιμα εκτός, δήθεν ότι δεν το κατάλαβε.

   Με έναν καφέ στο χέρι, ο νεαρός διασχίζει τον δρόμο και σηκώνει τη φράντζα. Είναι ίσως το μοναδικό αερικό που περνά απ’ το κέντρο της πόλης τέτοια ώρα. Τον παρατηρείς να χάνεται σε ένα πλήθος που περιμένει με ένα κινητό στο χέρι και σχηματίζει ουρές για την καταναλωτική του απόλαυση.

   Θέλω κι εγώ να πάρω κάτι, σκέφτεσαι αλλά δεν είναι η ώρα του.

   Ο θόρυβος είναι από ένα μπουκάλι που κάποιος πέταξε· ένα ακόμα πλαστικό μπουκάλι. Ο κάδος ξεχειλίζει από άναρχα σκουπίδια και μισοφαγωμένες μπουκιές. Η μυρωδιά ενοχλεί, αλλά έτσι γίνεται όταν ο ήλιος καίει τον τόπο. Κανείς δεν γλιτώνει. Όλοι μυρίζουν.

   Η κόρνα ξεσπά και ο κόσμος αγανακτεί σε μια αίσθηση περιορισμένης ανοχής. Ακόμα τρέχουν να προλάβουν, ακόμα ξεχύνονται από την είσοδο του μετρό, για ακόμα μια φορά ξέρουν ότι μπορούν να υπομένουν όσα έρθουν.

   Είναι ώρα να φύγω, σκέφτεσαι και τους βλέπεις να στέκονται όσο πιο κοντά γίνεται. Εκείνος την αγγίζει στη μέση, εκείνη τον φιλά στον λαιμό με τα μάτια κλειστά. Εκείνος βυθίζει τα δάχτυλα στα μακριά της μαλλιά, ακριβώς πάνω απ’ τον νεανικό σβέρκο κι εκείνη του ψιθυρίζει λέξεις. Μπλέκουν τα πόδια τους με εκείνες που τις αργές αλλά σίγουρες κινήσεις, σαν χταπόδια που αναζητούν την επιστροφή στο νερό.

   Δεν είναι ώρα να φύγω. Μένεις να χαμογελάς.

   Ο νεαρός έχει ένα τατουάζ με φλόγες και κάτι σχήματα στο χέρι. Το κορίτσι τον χαϊδεύει εκεί λες και θέλει να τον απαλύνει. Γίνονται τα σώματά τους ένα, μπλέκονται σαν αναρριχόμενα φυτά που ο χρόνος τα κρατά ψηλά. Μοιάζουν να ζουν τον πιο συνήθη σιαμαίο έρωτα.

   Ο ήλιος τρεμοπαίζει την άσφαλτο στο βάθος της ματιά και η πόλη μοιάζει με καζάνι έτοιμο να λιώσει. Οι άνθρωποί της βιάζονται, φτιάχνουν σκιά με εφημερίδες και περιοδικά, αδειάζουν τα ψυγεία στα περίπτερα και αγανακτούν για μια ανάσα. Κανείς τους, όμως, δεν τη βγάζει.

   Κοιτάς ψηλά και ο ήλιος μοιράζει ζωή. Το μετρό άδειασε για ακόμα μια φορά, το φανάρι άλλαξε, ο κόσμος και πάλι έτρεξε να προλάβει.

   Προτιμάς να φύγεις με μια τελευταία ματιά σ’ εκείνο το σώμα που ξυπνά αισθήματα και πάθος. Είναι ακόμα εκεί, να γλιστρά ο ένας στον άλλον, με τον ιδρώτα να ποτίζει το δέρμα τους και να αψηφούν όσα όλοι δεν τόλμησαν.

   Κάνεις να φύγεις όταν εκείνη τον κρατά απ’ τον λαιμό και οι λεπτοί της αγκώνες χάνονται στο ηλιοκαμένο του σβέρκο. Τον σφίγγει, τον ακουμπά, της γελά, τον καταπίνει, τη δαγκώνει, διώχνει την ψυχή του μέσα της σε ένα φιλί.

   Τους αφήνεις εκεί, στα καυτά τσιμέντα της πόλης, με τον απόηχο απ’ τα χαμόγελά τους, το παιχνίδι τους.

   Παιδιά μου, σκέφτεσαι και θες να βγάλεις τα παπούτσια και να κάψεις τις πατούσες σου στις, γεμάτες αποτσίγαρα και παλαιωμένες τσίχλες, πλάκες του κέντρου.

   Το φανάρι αλλάζει σε κόκκινο. Κανείς δεν την αντέχει αυτήν τη ζέστη.

   Κανείς τους εκτός τα σώματα που δεν ζεσταίνονται και λιώνουν σαν ένα. Ακόμα τις φορούν οι άλλοι.

   Πίσω ο κόσμος ξεχύνεται και στο πρώτο βήμα λιώνεις μια κατσαρίδα στη ζέστη της στιγμής. Προχωράς και σκουπίζεις το μέτωπο.