01-10-2016
Το δεύτερο της ζωής μου ταξίδι –Οκτώβριος 1922– Του Κώστα απ’ τα ψηλά

Το πλοίο μάς ξέβρασε στην Οδησσό.

Δεύτερη φορά στη ζωή μου έφτανα τόσο μακριά.

Μόνος, πεινασμένος, κούφιος κρατώντας στα χέρια ένα τσουβάλι με βρόμικες χλαίνες.

Έψαξα με τα μάτια μου να βρω τον νοτιά. Άρχιζα να περπατώ.

Περπατούσα έξι μήνες συνεννοούμουν με νοήματα. Άλλοτε αντάλλασσα μια χλαίνη για λίγο φαΐ . Άλλοτε έκλεβα.

Οι χλαίνες λιγόστευαν.

Το τσουβάλι άδειασε.

Το έκοψα σε λουρίδες για να τυλίγω τα πληγιασμένα μου πόδια.

Τα βράδια κοιμόμουνα σε θημωνιές και έτρεμα. Ποτέ μου δεν φοβήθηκα τόσο.

Πείναγα, βρόμαγα. Η Ρουμανία μια απέραντη πεδιάδα, παντού σιτάρι και όμως πουθενά ένα καρβέλι ψωμί.

Τα σκυλιά με αλύχταγαν, τους ανθρώπους τους απέφευγα.

Πέντε μήνες και δέκα ημέρες μου πήρε για να ακούσω ελληνικά.

Έκλαιγα.

Στο χωριό μου με είχαν θάψει.

Φίλησα τους δικούς μου.

Ξυρίστηκα, καθαρίστηκα, έφαγα, έκαψα τη χλαίνη μου και ξάπλωσα, όχι στον άδειο μου τάφο, αλλά, στο κρεβάτι έξω στο χαγιάτι.

Άκουγα το ρέμα του χωριού μου.

Ένιωσα τη μυρωδιά του καθαρού ρούχου.

Τυλίχθηκα.

Κοιμήθηκα.