03-04-2021
Μεταξύ αγνώστων

Έχουμε ξεχάσει πώς είναι να ψάχνεις για πάρκινγκ κάνα εικοσάλεπτο και τελικά να συμβιβάζεσαι με κάμποσα στενά πιο κάτω από εκεί που θα καθίσεις για φαγητό κι ένα κρασί. Να βάλεις δυο πιάτα, περιμένοντας τους υπόλοιπους. Αρκεί αυτό για να το πεις παρέα.

 Ξεχάσαμε πώς είναι να μπαίνεις στο μπαρ για εκείνο το ποτό μετά τη δουλειά και να κόβεις κίνηση μέχρι το βάθος, με τον λαιμό τεντωμένο -δήθεν ότι ψάχνεις κάποιον- ενώ στην πραγματικότητα σου αρκεί να ελιχθείς και να τσεκάρεις τον κόσμο, τα σημεία που θα μπορούσες να βολευτείς, αράζοντας μέχρι να περάσει η ώρα και να φύγεις πιο ήρεμος.

 Αφήσαμε πίσω μας την αίσθηση του να περνάμε έξω απ’ το ZARA, να λέμε «δεν γαμιέται, θα μπω για μια γρήγορη» και να το κάνουμε όμως, έστω κι αν τίποτα δεν μας λείπει.

 Το βασικό μας ζήτημα, όμως, δεν είναι ούτε η ελευθερία, ούτε οι επιλογές. Κατά μία άποψη, δεν είναι ούτε καν θέμα τρόπου ζωής ή τι επιτρέπεται και πώς. Τα ατελείωτα ποτά, οι σύντομοι καφέδες, τα άσκοπα ρούχα, οι μεζέδες που ξεχειλίζουν στα μικρά πιάτα και ο πάγος που λιώνει στο ποτήρι με το τσίπουρο· εκεί είναι αυτά. Τίποτα δεν αλλάζει για αυτό. Και οι βόλτες; Κι αυτές εκεί είναι. Και η διαφωνία για το σύστημα, κι αυτή εκεί είναι από πάντα. Όλα μοιάζουν ίδια κι όλα ενυπάρχουν.

 Αυτό που μας λείπει, αυτό που δεν θέλουμε να ξεχάσουμε ή έστω να χάσουμε, είναι οι υπόλοιποι τριγύρω μας. Μας λείπει να τραβήξουμε την καρέκλα στην υπόγα για να βολευτεί και ο αργοπορημένος της διπλανής παρέας – έτσι κι αλλιώς, μετά από τόσα κρασιά θα τραγουδάμε όλοι μαζί. Μας λείπει να καθόμαστε στα στέκια μας για καφέ και μόλις αδειάζει η αγαπημένη γωνία, να αρπάζουμε ένα ποτήρι κι ένα πιάτο απ’ το τραπέζι και να τρέχουμε μη-και-δεν-το-προλάβουμε πριν καν ο σερβιτόρος μαζέψει του αλλουνού. Μας λείπει η λαχτάρα να μπουκάρουμε στον κόσμο με την ίδια αγωνία του αν θα βρούμε να κάτσουμε κάπου, αν χωράει ακόμα ένας, αν στην άκρη της μπάρας μπορούμε ν’ ακουμπήσουμε το ποτήρι κι ας ενοχλήσουμε. Μας λείπει να χορεύει ο δίπλα, να μας σκουντά και να μανουριάζουμε, να χορεύουμε εμείς και να γελάνε μαζί μας.

 Αυτή η αναρχία μεταξύ αγνώστων είναι που δεν ξεχνάμε· να υπάρχουμε ανάμεσα σε όλους και για τους υπόλοιπους να είμαστε κάτι από τη δική τους αγωνία.

 Γιατί, σε ορθάνοιχτα άδεια μπαρ, έρημα καφέ και νεκρά στέκια, κανείς δεν κάθεται για ώρα. Κι αν συμβεί, σπάνια.

 Θέλουμε τον κόσμο τους και να γίνουμε κάτι απ’ αυτό. Να ζητήσουμε συγνώμη για να περάσουμε, να κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε όταν ο δίπλα επιμένει με τρόπο, να σηκώσουμε τα βολεμένα μας πράγματα παραχωρώντας μια καρέκλα σε εκείνον που την αναζητά και να αράξουμε έστω κι αν δεν περιμένουμε καμία χαιρετούρα ή αγκαλιά να μας κάνει παρέα.

 Δεν είναι που δεν μπορούμε, είναι που δεν υπάρχουμε ανάμεσά μας.

REPOSTED FROM LINK