Με τα κείμενα δεν αναμετριέσαι. Τα αφήνεις να σε πλησιάσουν όπως το αγρίμι που ξεπροβάλλει απ’ τα δέντρα και στέκεις ήρεμος στα γόνατα. Χαμηλώνεις την ψυχή σου και αλλάζεις ανάσες. Τεντώνεις το χέρι δίχως κουβέντα, μήπως και το χαϊδέψεις. Αν το τρομάξεις θα φύγει, αν τρομάξεις θα σε καταπιεί.
[…]
Εκεί μόνο θα σε βρεις. Εκεί που θα γράφεις χωρίς δισταγμό.
Εκεί που μιλάς γι’ αυτά, μας μιλάς για όλα.
Και εμείς θα διαβάζουμε ό,τι απέμεινε· όχι όσα δαψιλώς υπονοείς.
Μόνο για εκείνα που βρήκαν τον χρόνο τους και πότισαν εκτός απ’ την ψυχή σου και τις ανάσες μας.
— Να υπάρχεις, ρε γαμώτο· να γράφεις όμως.
Είκοσι επτά αφηγήσεις που ξεκινούν απ’ τα κείμενα και τελειώνουν στη γραφή. Ανάμεσά τους ένας κόσμος ολόκληρος, που όσες φορές κι αν γράψεις για αυτόν, δεν αρκούν οι λευκές σελίδες για να το πιστέψεις.
...